- ψεύτης
- ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, -εύστιδος, και ψεύστειρα Αάτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔγ. «ψεῡσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. απατεώνας2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτηβ) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονταιγ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστοαρχ.ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της*, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή τού -σ-].
Dictionary of Greek. 2013.